οζώδης


οζώδης
Προφορά

Ετυμολογία
οζώδης αρχαία ελληνική ὀζώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ οζώδης -ης, -ες

✦ που έχει όζους, ρόζους |(ιατρ.) που σχηματίζει εξογκώματα: οζώδες ερύθημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.