οδόμετρο


οδόμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
οδόμετρο οδός + μέτρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το οδόμετρο

✦ όργανο που δείχνει το μήκος οδού που διανύθηκε από όχημα ή πεζό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.