οδυνηρός


οδυνηρός
Προφορά

Ετυμολογία
οδυνηρός αρχαία ελληνική ὀδυνηρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ οδυνηρός -ή, -ό

✦ που προκαλεί οδύνη: οδυνηρό πλήγμα – οδυνηρή αίσθηση

Συνώνυμα
λυπητερός, θλιβερός, αλγεινός
Αντίθετα
ευφρόσυνος, χαρμόσυνος, χαροποιός
Επιρρήματα
οδυνηρά (Κ οδυνηρώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.