οδοντογλυφίδα


οδοντογλυφίδα
Προφορά

Ετυμολογία
οδοντογλυφίδα οδούς + β΄ συνθ. γλύφω (=σκαλίζω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οδοντογλυφίδα

✦ ξυλαράκι για τον καθαρισμό των δοντιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.