οδηγία
Προφορά
Ετυμολογία
οδηγία μεταγενέστερη ελληνική ὁδηγία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οδηγία
✦ η πράξη του οδηγώ, υπόδειξη της οδού
✦ καθοδήγηση
✦ υπόδειξη, συμβουλή σχετική με τον τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς
✦ (ειδ.) οδηγία της ΕΟΚ, ή κοινοτική οδηγία (ά. ντιρεκτίβα), κείμενο, απόφαση του Συμβουλίου ή της Επιτροπής της ΕΟΚ η οποία δεσμεύει, υποχρεώνει και κατευθύνει ένα κράτος μέλος προς ένα επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αφήνει όμως στο κράτος μέλος την ελευθερία να επιλέξει τα μέσα με τα οποία θα επιτύχει την πραγματοποίηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–