οδηγήτρα


οδηγήτρα
Προφορά

Ετυμολογία
οδηγήτρα αρχαία ελληνική ὁδηγητήρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οδηγήτρα

✦ θηλ. οδηγήτρια κ. οδηγήτρα πρόσωπο που κατευθύνει, καθοδηγεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.