ογκώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ογκώνω αρχαία ελληνική ὀγκόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ογκώνω
✦ αυξάνω τον όγκο, διογκώνω
✦ (μέσ.) ογκώνομαι κ. ογκούμαι, -ούσαι, -ούται μεγαλώνω, αυξάνω σε όγκο
✦ (μτφ. ) ενδυναμώνομαι, εντείνομαι, επιτείνομαι: μέσα μου ογκώνονται οι άφραστοι πόνοι (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
μεγεθύνω, εκτείνω
Αντίθετα
σμικρύνω, φθίνω
Επιρρήματα
–