ογκώδης


ογκώδης
Προφορά

Ετυμολογία
ογκώδης μεταγενέστερη ελληνική ὀγκώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ ογκώδης -ης, -ες

✦ ο μεγάλος σε όγκο: ογκώδες σώμα – δέμα
(μτφ. ) στομφώδης

Συνώνυμα
ευμεγέθης
Αντίθετα
ισχνός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.