ογκόμετρο
Προφορά
Ετυμολογία
ογκόμετρο όγκος + μέτρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ογκόμετρο
✦ όργανο μετρήσεως του όγκου των στερεών σωμάτων
✦ όργανο μετρήσεως του μεγέθους των εσωτερικών οργάνων του σώματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–