ογκωτικός


ογκωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ογκωτικός αρχαία ελληνική ὀγκωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ογκωτικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος σε όγκο ή ο οφειλόμενος σε όγκο
✦ (ειδ.) ογκωτική πίεση, η ασκούμενη από τις πρωτεΐνες του πλάσματος του αίματος στα τοιχώματα των τριχοειδών αγγείων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.