οβολός


οβολός
Προφορά

Ετυμολογία
οβολός αρχαία ελληνική ὀβολός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οβολός

✦ αρχαίο ελληνικό νόμισμα
✦ κέρμα μικρής αξίας
(μτφ. ) μικρή προσφορά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.