οβιδουλκός


οβιδουλκός
Προφορά

Ετυμολογία
οβιδουλκός οβίς,-ίδος + έλκω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οβιδουλκός

✦ μικρό εργαλείο για την εξαγωγή του επικρουστήρα των οβίδων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.