οβελός


οβελός
Προφορά

Ετυμολογία
οβελός αρχαία ελληνική ὀβελός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οβελός

✦ ξύλινη ή σιδερένια ράβδος για το ψήσιμο του κρέατος στα κάρβουνα, η σούβλα
✦ (φιλολ.) μικρή οριζόντια γραμμή που σημειώνεται σε χωρίο κειμένου και δηλώνει την έλλειψη γνησιότητας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.