οβελισμός


οβελισμός
Προφορά

Ετυμολογία
οβελισμός οβελίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οβελισμός

✦ το σούβλισμα
✦ (φιλολ.) σήμανση, με οβελό, χωρίου κειμένου, που δηλώνει τον νόθο χαρακτήρα του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.