οβελίσκος
Προφορά
Ετυμολογία
οβελίσκος αρχαία ελληνική ὀβελίσκος, υποκοριστικό του ὀβελός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οβελίσκος
✦ μικρή σούβλα
✦ τετράεδρος πέτρινος στύλος που βαθμιαία λεπταίνει προς την κορυφή και που υψώνεται ως μνημείο
✦ (γεν.) κάθε αντικείμενο παρόμοιου σχήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–