οίστρος
Προφορά
Ετυμολογία
οίστρος αρχαία ελληνική οἶστρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οίστρος
✦ είδος δίπτερου εντόμου που ερεθίζει, βοϊδόμυγα, αλογόμυγα
✦ (μτφ. ) μανία, τρέλα, παραφροσύνη
✦ σφοδρή επιθυμία, παράφορο πάθος
✦ κατάσταση ψυχικής έξαρσης, έμπνευση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–