οίηση


οίηση
Προφορά

Ετυμολογία
οίηση αρχαία ελληνική οἴησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οίηση

✦ αλαζονεία, καυχησιά: την αδικαιολόγητη οίηση και κουφότητα που μας κάνει να θεωρούμε τους άλλους «κουτόφραγκους» (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα
έπαρση, υπεροψία
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.