οίδα
Προφορά
Ετυμολογία
οίδα αρχαία ελληνική οἶδα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ οίδα
✦ γνωρίζω, ξέρω· εύχρ. στις φρ. τις οίδε, ποιος ξέρει, κανείς δεν ξέρει – εν οίδα ότι ουδέν οίδα (ρήση του Σωκράτη) – Κύριος οίδε, είναι δύσκολο να γνωσθεί, να προβλεφθεί ή να εξηγηθεί (ταυτόσημη φρ. «ένας θεός ξέρει»)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–