ο


ο
Προφορά

Ετυμολογία
ο αρχαία ελληνική ἄς

Ερμηνεία
ο

✦ αναφ. αντων. ο οποίος, εκείνος που
✦ φρ. ο περί ου ο λόγος, εκείνος για τον οποίο μιλούμε, ο λεγάμενος – εκ των ων ουκ άνευ, από τα απαραίτητα – καθ’ ο, λόγω του ότι – δι’ ο κ. διό, γι’ αυτό – ο εστι, δηλαδή – ο μη γένοιτο, απευχή για να μη γίνει κάτι – αφ’ ης, από την ημέρα κατά την οποία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.