ξύπνημα


ξύπνημα
Προφορά

Ετυμολογία
ξύπνημα ξυπνώ

Ερμηνεία
ξύπνημα

✦ έγερση από τον ύπνο, αφύπνιση
✦ (κ. μτφ.) έξοδος από λήθαργο, από λανθάνουσα κατάσταση: το ξύπνημα των αισθήσεων – της συνείδησης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.