ξύλωση
Προφορά
Ετυμολογία
ξύλωση αρχαία ελληνική ξύλωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ξύλωση
✦ ο ξύλινος σκελετός οικοδομής
✦ ξύλινη επένδυση ορυχείου, φρεάτων κτλ. που στηρίζει τα τοιχώματα ή την οροφή τους
✦ (ναυτ.) το σύνολο των ξύλων που συμπληρώνουν και ενισχύουν το σκελετό σκάφους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–