ξύλινος
Προφορά
Ετυμολογία
ξύλινος αρχαία ελληνική ξύλινος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ξύλινος -η, -ο
✦ ο αποτελούμενος ή κατασκευασμένος από ξύλο
✦ (μτφ. για λόγο-γλώσσα) άκαμπτος και στομφώδης λόγος, που χαρακτηρίζεται και από τη χρήση τυποποιημένων φράσεων: είναι δέσμιος της ξύλινης και αποπροσανατολιστικής γλώσσας του ανεξέλεγκτου συνδικαλιστικού λόγου στην Ελλάδα (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–