ξυριστικός


ξυριστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ξυριστικός ξυρίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξυριστικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος για ξύρισμα: ξυριστική μηχανή
✦ πληθ. ουδ. τα ξυριστικά ως ουσ., η αμοιβή του κουρέα για το ξύρισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.