ξυλόγλυπτος


ξυλόγλυπτος
Προφορά

Ετυμολογία
ξυλόγλυπτος ξύλον + γλυπτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξυλόγλυπτος -η, -ο

✦ σκαλισμένος πάνω σε ξύλο: ξυλόγλυπτη μορφή – τα ξυλόγλυπτα τέρατα πάνω στο τέμπλο (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.