ξυλάρμενος


ξυλάρμενος
Προφορά

Ετυμολογία
ξυλάρμενος ξύλο + άρμενο

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξυλάρμενος -η, -ο

✦ που πλέει με μαζεμένα τα πανιά (σε περίπτωση καταιγίδας): το πλοίο θαλασσοδέρνεται ξυλάρμενο (Ι. Γρυπάρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ξυλάρμενα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.