ξιφασκία
Προφορά
Ετυμολογία
ξιφασκία ξίφος + ασκώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ξιφασκία
✦ άσκηση στον χειρισμό του ξίφους
✦ άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για άμυνα και επίθεση, σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς κανόνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–