ξινίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ξινίζω ξινός
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξινίζω
✦ προσδίδω σε κάτι ξινή γεύση
✦ (αμτβ.) έχω ξινή γεύση, γίνομαι ξινός
✦ (μτφ. ) δυσαρεστούμαι
✦ φρ. ξινίζω τα μούτρα μου, κάνω μορφασμό δυσαρέσκειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–