ξεχώνιασμα
Προφορά
Ετυμολογία
ξεχώνιασμα ξεχωνιάζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ξεχώνιασμα
✦ σκάψιμο εδάφους σε βάθος
✦ το να βρίσκει και να βγάζει κανείς στην επιφάνεια κάτι που είναι παραχωμένο
✦ (κατ’ επέκτ.) το να αποκαλύπτει κανείς κάτι που ήταν καλά κρυμμένο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–