ξεχύνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεχύνω ἐξέχυσα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ἐκχέω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεχύνω
✦ χύνω έξω
✦ (για αρρώστια) σχηματίζω εξανθήματα
✦ (μέσ.) ξεχύνομαι, (μτφ. ) ορμώ: το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο (Μ. Αναγνωστάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–