ξεχωριστός
Προφορά
Ετυμολογία
ξεχωριστός ξεχωρίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ξεχωριστός -ή, -ό
✦ ξεχωρισμένος, ιδιαίτερος: είναι ένας ξεχωριστός τρόπος
✦ διαλεχτός, διακεκριμένος: άνθρωπος ξεχωριστός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ξεχωριστά, σε ιδιαίτερη θέση