ξεχωνιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεχωνιάζω ξεχώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεχωνιάζω
✦ σκάβω βαθιά, ανασκάπτω
✦ βγάζω κάτι που είναι χωμένο στο έδαφος: σαν το σκουλήκι που το ξεχώνιασε τσαπί (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (κατ’ επέκτ.) φανερώνω, αποκαλύπτω κάτι που ήταν καλά κρυμμένο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
καταχωνιάζω
Επιρρήματα
–