ξεχερσώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεχερσώνω ξε- + χέρσος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεχερσώνω
✦ μεταβάλλω χέρσα γη σε καλλιεργήσιμη, εκχερσώνω: ρουμάνια όλο δάση και βράχια, που έλεγες πως θα ‘ταν αδύνατο να ξεχερσωθούνε (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–