ξεχειμάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεχειμάζω μεσαιωνική ελληνική (ἐ)ξεχειμάζω, από το ἐξεχείμασα, αόρ. του ἐκχειμάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεχειμάζω
✦ περνώ το χειμώνα μου, ξεχειμωνιάζω: θα πας, μάνα μ’, στα χειμαδιά, θα πας να ξεχειμάσεις (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–