ξεχειλίζω


ξεχειλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ξεχειλίζω ξέχειλος

Ερμηνεία
ρήμα ξεχειλίζω

✦ (για υγρό) ξεπερνώ τα χείλη του δοχείου, υπερχειλίζω
✦ (για ποτάμια ή λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, πλημμυρίζω: φούσκωνε από τις βροχές και ξεχείλιζε στις παραποτάμιες εκτάσεις αιματόχρωμο νερό (Ρέα Γαλανάκη)
✦ (μτφ. για ψυχικές καταστάσεις) γίνομαι υπέρμετρος: ξεχείλισε ο πόνος
✦ φρ. ξεχείλισε το ποτήρι, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για υπομονή: η ζωή τους έγινε ανυπόφορη, ξεχείλισε το ποτήρι (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.