ξεφωνίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεφωνίζω ἐξεφώνησα, αόρ. του μεταγενέστερη ελληνική ἐκφωνῶ
Ερμηνεία
ξεφωνίζω
✦ κ. ξεφωνώ ρ. (ξεφών-ισα κ. -ησα) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω
✦ (μτφ. ) αποδοκιμάζω έντονα και δημόσια
✦ θρηνώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–