ξεφαντωτής


ξεφαντωτής
Προφορά

Ετυμολογία
ξεφαντωτής ξεφαντώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ξεφαντωτής

✦ γλεντοκόπος, χαροκόπος: κι ο κόσμος ο ξεφαντωτής ζει στη χαρά καθώς πριν ζούσε (Ι. Ζερβός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.