ξετυλίγω


ξετυλίγω
Προφορά

Ετυμολογία
ξετυλίγω ξε- + τυλίγω

Ερμηνεία
ρήμα ξετυλίγω

✦ αναπτύσσω κάτι που είναι τυλιγμένο, ξεκουβαριάζω νήμα
✦ αφαιρώ το περιτύλιγμα
✦ (μέσ.) ξετυλίγομαι, (μτφ. για οδό, τοπίο, θέαμα, αλληλοεξαρτώμενα γεγονότα) αναπτύσσομαι, απλώνομαι, εξελίσσομαι διαδοχικά: αντίκρυ ξετυλιγότανε η ακρογιαλιά της Ασίας μισοσβησμένη μες στην άχνη του πελάγου (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.