ξετσίπωτος


ξετσίπωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ξετσίπωτος ξετσιπώνομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξετσίπωτος -η, -ο

✦ αδιάντροπος, που δεν έχει τσίπα: οι ερωτομανείς όμως γυναίκες είναι πιο ξετσίπωτες από τους άντρες (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
ντροπαλός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.