ξετρυπώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξετρυπώνω ἐξετρύπωσα, αόρ. του μεταγενέστερη ελληνική ἐκτρυπῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξετρυπώνω
✦ βγάζω από την τρύπα, από τη φωλιά
✦ βρίσκω, φανερώνω
✦ (αμτβ.) προβάλλω ξαφνικά: να το που ξετρύπωσε πάλι, το διαβολάκι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–