ξετινάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ξετινάζω ἐξετίναξα, αόρ. του μεταγενέστερη ελληνική ἐκτινάσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξετινάζω
✦ τινάζω δυνατά
✦ απογυμνώνω κάποιον από τα χρήματά του ή από τα επιχειρήματά του: έπεσε σε κάτι χαρτόμουτρα που τον ξετίναξαν
✦ εξετάζω εξονυχιστικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–