ξεστραβώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεστραβώνω ξε- + στραβώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεστραβώνω
✦ κάνω το στραβό ίσιο, ισιώνω
✦ απαλλάσσω από την τύφλωση, από τη στραβωμάρα
✦ (μτφ. ) μορφώνω κάποιον, του «ανοίγω τα μάτια»
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–