ξεσπιτώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεσπιτώνω ξε- + σπιτώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεσπιτώνω
✦ διώχνω κάποιον από το σπίτι του: να πω σεισμός πως μας ξεσπίτωσε, δε φτάνει… (Άγγ. Σικελιανός)
✦ ξεσπιτώνομαι, αναγκάζομαι να εγκαταλείψω το σπίτι μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–