ξεσκούφωτος
Προφορά
Ετυμολογία
ξεσκούφωτος ξεσκουφώνομαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ξεσκούφωτος -η, -ο
✦ ο χωρίς σκούφο ή καπέλο, ασκεπής: πήρε τους δρόμους ξεσκούφωτος, χωρίς πανωφόρι… και τα μαλλιά στον άνεμο (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–