ξεσκολίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεσκολίζω ξε- + σκολείο
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεσκολίζω
✦ αφήνω ή τελειώνω το σχολείο: τα ‘μαθες τα γράμματα; Ξεσκόλισες; (Β. Ρώτας)
✦ (μτφ. ) έχω αποκτήσει πείρα σε τεχνάσματα· βλ. κ. λ. ξεσκολισμένος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–