ξεσκλίδι
Προφορά
Ετυμολογία
ξεσκλίδι – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ξεσκλίδι
✦ απόσχισμα ξύλου, λεπτό και αιχμηρό κομμάτι ξύλου που έχει αποσχιστεί: αδιαφορώντας αν δεν μείνει στα χέρια μας ούτε ξεσκλίδι απ’ τη λαγουδέρα (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–