ξεσκισμένη


ξεσκισμένη
Προφορά

Ετυμολογία
ξεσκισμένη └θηλ┘ μτχ. παθ. πρκμ. του ξεσκίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ξεσκισμένη

✦ η πόρνη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.