ξεσκαλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεσκαλώνω ξε- + σκαλώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεσκαλώνω
✦ απαλλάσσω κάτι από εμπλοκή, σκάλωμα, ελευθερώνω, ξεπιάνω
✦ (αμτβ.) ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από σκάλωμα
✦ (μτφ. ) απαλλάσσομαι από περιπλοκές, ξεμπερδεύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–