ξεσκίζω


ξεσκίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ξεσκίζω ἐξέσχισα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ἐκσχίζω

Ερμηνεία
ρήμα ξεσκίζω

✦ κατακομματιάζω, κουρελιάζω
✦ κατασπαράζω
✦ γρατσουνίζω
(μτφ. ) νικώ κάποιον
✦ (μτφ. για ήχο) διαπερνώ: θαρρείς και βαστούσαν ώρες ολόκληρες οι δώδεκα χτύποι που ξέσκισαν τη νεκρική σιγή (Γ. Θεοτοκάς) – τη νύχτα εξέσκισε κραυγή (Άγγ. Σικελιανός)
(μτφ. ) η λ. για να δηλώσει την ένταση πόνου, οργής κτλ.: το κλάμα του μου ξέσκισε την καρδιά – μια ακατανίκητη ορμή ζωής… τον όργωνε και τον ξέσκισε ως το βαθύτερο είναι του (Γ. Θεοτοκάς)
✦ ( ξεσκίζομαι, (ιδ. μτφ.) κάνω κάτι σε μεγάλο βαθμό: ξεσκίστηκα στο φαγητό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.