ξεσηκώνω


ξεσηκώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ξεσηκώνω ἐξεσήκωσα, αόρ. του μεσαιωνική ελληνική ἐκσηκῶ

Ερμηνεία
ρήμα ξεσηκώνω

✦ παρακινώ για ενέργεια, για μετακίνηση
✦ προκαλώ εξέγερση, σπρώχνω σε ανταρσία: δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη (Κ. Βάρναλης)
✦ ταράζω, αναστατώνω
✦ αντιγράφω πιστά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.