ξεσβερκώνομαι


ξεσβερκώνομαι
Προφορά

Ετυμολογία
ξεσβερκώνομαι ξε- + σβέρκος

Ερμηνεία
ξεσβερκώνομαι

✦ κ. ξεσβερκώνομαι ρ. (ξεσβερκ-ιάστηκα κ. -ώθηκα, -ιασμένος κ. -ωμένος) αισθάνομαι πόνο στους μυς του τραχήλου από κόπωση ή τέντωμα
✦ κουράζω το λαιμό μου στρέφοντας επίμονα το κεφάλι προς μια κατεύθυνση, ξελαιμιάζομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.